- φράτερες
- φρά̱τερες , φράτηρmember of amasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… … Dictionary of Greek
ФРАТРИИ — • Φράτορες (φράτερες) и Φρατρία, см. Φυλή, Фила, 2. 7 … Реальный словарь классических древностей
Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη … Dictionary of Greek
κούρειον — κούρειον, τὸ (Α) [κουρά] το πρόβατο που θυσιαζόταν από τον πατέρα ο οποίος οδηγούσε το παιδί του στους φράτερες, μόλις αυτὸ γινόταν τριών ή τεσσάρων ετών, για να εγγραφεί στη φρατρία κατά την κουρεώτιδα ημέρα, την τρίτη τών Απατουρίων … Dictionary of Greek
Λεύκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (5oς αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Άγνωνα. Μεταξύ των έργων του περιλαμβανόταν Ο όνος ασκοφόρος, Οι Φράτερες και Οι πρέσβεις, το οποίο βραβεύτηκε το 422 π.Χ. στα Λήναια, παίρνοντας… … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek